Aukko kreikaksi
Käännös: aukko, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
άγραφος, αθετώ, παραβίαση, ρήγμα, οπή, κενό, παραβιάζω, στόμιο, λευκός, παραθυράκι, άγραφτος, χάσμα, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: aukko
aukko englanniksi, aukko f, aukko hirsiseinään, aukko ja valotusaika, aukko kamera, aukko kielisanakirja kreikka, aukko kreikaksi
Käännökset
- auki kreikaksi - ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοίγω, διαβατός, ανοικτός, μέτριος, ανοιχτό, ...
- aukinainen kreikaksi - ανοικτός, ανοίγω, ανοιχτός, μέτριος, διαβατός, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ...
- auktoriteetti kreikaksi - εξουσία, αυθεντία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
- auliisti kreikaksi - πρόθυμα, εύκολα, άμεσα, ευκόλως, αμέσως
Satunnaisia sanoja
Aukko kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: άγραφος, αθετώ, παραβίαση, ρήγμα, οπή, κενό, παραβιάζω, στόμιο, λευκός, παραθυράκι, άγραφτος, χάσμα, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
Käännökset: άγραφος, αθετώ, παραβίαση, ρήγμα, οπή, κενό, παραβιάζω, στόμιο, λευκός, παραθυράκι, άγραφτος, χάσμα, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της