Avoin kreikaksi
Käännös: avoin, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ευθύς, κενός, ανοιχτός, ανοικτός, απότομος, μονοκόμματος, ανοίγω, φανερός, αμβλύς, ειλικρινής, ντόμπρος, άδειος, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: avoin
aalto avoin yliopisto, aalto yliopisto, avoin aalto, avoin amk, avoin asianajovaltakirja, avoin kielisanakirja kreikka, avoin kreikaksi
Käännökset
- avoauto kreikaksi - μετατρέψιμος, μετατρέψιμο, μετατρέψιμων, μετατρέψιμα, μετατρέψιμες
- avoimesti kreikaksi - ανοιχτά, ελεύθερα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν
- avokenkä kreikaksi - τρόμπα, αντλία, φουσκώνω
- avokätinen kreikaksi - γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, απλόχερη, απλόχερη προσφορά, απλόχερα, ανοικτοχέρης
Satunnaisia sanoja
Avoin kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ευθύς, κενός, ανοιχτός, ανοικτός, απότομος, μονοκόμματος, ανοίγω, φανερός, αμβλύς, ειλικρινής, ντόμπρος, άδειος, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Käännökset: ευθύς, κενός, ανοιχτός, ανοικτός, απότομος, μονοκόμματος, ανοίγω, φανερός, αμβλύς, ειλικρινής, ντόμπρος, άδειος, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό