Avustus kreikaksi
Käännös: avustus, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
υποστήριγμα, αρωγή, βοηθός, επιδότηση, επικουρία, συνεισφορά, επιχορήγηση, συμπαράσταση, βοήθεια, στήριγμα, συμβολή, βοήθημα, βοηθώ, πρόσοδος, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: avustus
avustus alv, avustus englanniksi, avustus ja hoiva tuija oy, avustus jätevesijärjestelmään, avustus lämmitysjärjestelmän muutokseen, avustus kielisanakirja kreikka, avustus kreikaksi
Käännökset
- avustaa kreikaksi - βοήθεια, βοήθημα, βοηθός, βοηθώ, επικουρία, αρωγή, βοηθήσει, ...
- avustaja kreikaksi - συνεργάτης, επικουρία, οπαδός, αρωγή, βοήθεια, βοηθός, συνδρομητής, ...
- avustusmääräraha kreikaksi - επιχορήγηση, επίδομα, χορήγησης της επιδότησης, πίστωση μη επιστρεπτέων ενισχύσεων, της χορήγησης των επιδοτήσεων, χρηματοδότηση η οποία χορηγείται, κονδύλια μη επιστρεπτέων ενισχύσεων
- avuton kreikaksi - ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Satunnaisia sanoja
Avustus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: υποστήριγμα, αρωγή, βοηθός, επιδότηση, επικουρία, συνεισφορά, επιχορήγηση, συμπαράσταση, βοήθεια, στήριγμα, συμβολή, βοήθημα, βοηθώ, πρόσοδος, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Käännökset: υποστήριγμα, αρωγή, βοηθός, επιδότηση, επικουρία, συνεισφορά, επιχορήγηση, συμπαράσταση, βοήθεια, στήριγμα, συμβολή, βοήθημα, βοηθώ, πρόσοδος, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο