Editse kreikaksi
Käännös: editse, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
περασμένος, παρελθόν, προς τα εμπρός, εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, υποβάλει
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: editse
editse editorial, editse englanniksi, editse merkitys, editse ruotsiksi, editse sanaristikko, editse kielisanakirja kreikka, editse kreikaksi
Käännökset
- edistäjä kreikaksi - υποστηρικτής, προαγωγέα, υποκινητή, προαγωγό, προαγωγού
- edistää kreikaksi - προάγω, αυξάνω, περαιτέρω, ενθαρρύνω, μακρύτερος, ανεβάζω, προκαταβάλλω, ...
- edullinen kreikaksi - πλεονεκτικός, φτηνός, χρήσιμος, επικερδής, προϋπολογισμός, βολικός, σκόπιμος, ...
- edullisuus kreikaksi - προτέρημα, πλεονέκτημα, ανταμοιβή, αμοιβή, Προσιτές τιμές, Η οικονομική προσιτότητα, οικονομική προσιτότητα, ...
Satunnaisia sanoja
Editse kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: περασμένος, παρελθόν, προς τα εμπρός, εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, υποβάλει
Käännökset: περασμένος, παρελθόν, προς τα εμπρός, εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, υποβάλει