Ehdoton kreikaksi
Käännös: ehdoton, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
απόλυτος, επίπεδος, διαμέρισμα, επιβλητικός, οριστικός, κλασσικός, σαφής, έγκυρος, απόλυτη, απόλυτο, απόλυτης, απόλυτες
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ehdoton
ehdoton anteeksianto, ehdoton ehkä, ehdoton enemmistö, ehdoton englanniksi, ehdoton merkitys, ehdoton kielisanakirja kreikka, ehdoton kreikaksi
Käännökset
- ehdollinen kreikaksi - υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από
- ehdonalainen kreikaksi - δειλός, υπόκεινται σε, υπόκειται σε, αντικείμενο, που υπόκεινται σε, υπάγονται σε
- ehdottaa kreikaksi - μετακομίζω, παραδίδομαι, συμβουλεύω, κίνηση, προσφορά, σαλεύω, προσφέρω, ...
- ehdottomasti kreikaksi - οριστικά, τελείως, τέλεια, πεθαμένος, απολύτως, νεκρός, σίγουρα, ...
Satunnaisia sanoja
Ehdoton kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: απόλυτος, επίπεδος, διαμέρισμα, επιβλητικός, οριστικός, κλασσικός, σαφής, έγκυρος, απόλυτη, απόλυτο, απόλυτης, απόλυτες
Käännökset: απόλυτος, επίπεδος, διαμέρισμα, επιβλητικός, οριστικός, κλασσικός, σαφής, έγκυρος, απόλυτη, απόλυτο, απόλυτης, απόλυτες