Ehjä kreikaksi
Käännös: ehjä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
άρτιος, ακέραιος, ολόκληρος, αδιάσπαστη, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, συνεχής, συνεχείς
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ehjä
ehjä english, ehjä merkitys, ehjä rakenne, ehjä ruotsiksi, ehjä ry, ehjä kielisanakirja kreikka, ehjä kreikaksi
Käännökset
- eheytys kreikaksi - Ανασυγκρότηση, Defragmenter, Η Ανασυγκρότηση, την Ανασυγκρότηση, Ανασυγκρότηση Δίσκων
- eheä kreikaksi - ακέραιος, άρτιος, ολόκληρος, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το
- ehkä kreikaksi - ίσως, μπορεί, ίσως και, ίσως να, μήπως, ενδεχομένως
- ehkäiseminen kreikaksi - αποφυγή, πρόληψη, εμποδισμός, πρόληψης, την πρόληψη, πρόληψη των, της πρόληψης
Satunnaisia sanoja
Ehjä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: άρτιος, ακέραιος, ολόκληρος, αδιάσπαστη, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, συνεχής, συνεχείς
Käännökset: άρτιος, ακέραιος, ολόκληρος, αδιάσπαστη, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, συνεχής, συνεχείς