Elinkeino kreikaksi

Käännös: elinkeino, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
εμπόριο, δουλειά, επενδύω, επάγγελμα, παρατάσσω, κατασκευάζω, κατάληψη, ρυτίδα, γραμμή, επιχείρηση, κατοχή, δουλειές, υπόθεση, απασχόληση, βιομηχανία, επιτήδευμα, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
Elinkeino kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: elinkeino

elinkeino englanniksi, elinkeino in english, elinkeino ja työministeriö, elinkeino liikenne ja ympäristökeskus logo, elinkeino merkitys, elinkeino kielisanakirja kreikka, elinkeino kreikaksi

Käännökset

  • elinikäinen kreikaksi - διάρκεια ζωής, ζωής, ζωή, διάρκεια της ζωής, διάρκειας ζωής
  • elinjärjestelmä kreikaksi - σύστημα, σύστημα του οργανισμού, συστήματος του σώματος, συστήματος του σώματός, σύστημα του σώματός, συστήματος του οργανισμού
  • elinpiiri kreikaksi - έδαφος, κύκλωμα, το κύκλωμα, κυκλώματος, κυκλωμάτων, του κυκλώματος
  • elintarvike kreikaksi - τροφή, φαγητό, τρόφιμο, τροφίμου, τρόφιμα, διατροφής, τροφίμων
Satunnaisia sanoja
Elinkeino kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: εμπόριο, δουλειά, επενδύω, επάγγελμα, παρατάσσω, κατασκευάζω, κατάληψη, ρυτίδα, γραμμή, επιχείρηση, κατοχή, δουλειές, υπόθεση, απασχόληση, βιομηχανία, επιτήδευμα, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο