Erillinen kreikaksi
Käännös: erillinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαχωρίζω, απομονώνω, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακριτικός, χωρίζω, χωριστός, απομονωμένος, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: erillinen
erillinen englanniksi, erillinen merkitys, erillinen näppäimistö kannettavaan, erillinen näytönohjain, erillinen opinto-oikeus, erillinen kielisanakirja kreikka, erillinen kreikaksi
Käännökset
- erilaistuminen kreikaksi - διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
- erilaisuus kreikaksi - ποικιλία, διαφορά, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
- erilliset kreikaksi - ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
- erimielisyys kreikaksi - διχόνοια, χασμωδία, ασυμφωνία, διαφωνία, διαφωνίας, τη διαφωνία, διαφωνίες, ...
Satunnaisia sanoja
Erillinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαχωρίζω, απομονώνω, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακριτικός, χωρίζω, χωριστός, απομονωμένος, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Käännökset: διαχωρίζω, απομονώνω, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακριτικός, χωρίζω, χωριστός, απομονωμένος, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή