Eritellä kreikaksi
Käännös: eritellä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αποφασίζω, διευθετώ, λύνω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: eritellä
eritellä englanniksi, eritellä english, eritellä merkitys, eritellä ratkojat, eritellä ruotsiksi, eritellä kielisanakirja kreikka, eritellä kreikaksi
Käännökset
- erisuuri kreikaksi - διαφορετικός, άνισος, δεν είναι ίσο με, δεν είναι ίση με, όχι ίσο με, δεν είναι ίσα με, όχι ίση του
- erite kreikaksi - έκκριση, έκκρισης, την έκκριση, εκκρίσεως, της έκκρισης
- eritoten kreikaksi - συγκεκριμένα, ιδίως, ειδικά, ειδικότερα,, ειδικότερα
- erittely kreikaksi - χωρισμός, ρήξη, ανάλυση, διαχωρισμός, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, ...
Satunnaisia sanoja
Eritellä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αποφασίζω, διευθετώ, λύνω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Käännökset: αποφασίζω, διευθετώ, λύνω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει