Erkaantua kreikaksi
Käännös: erkaantua, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μερίδιο, υποκατάστημα, χωρίζω, κλαδί, κλάδος, αποκλίνω, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: erkaantua
erkaantua englanniksi, erkaantua merkitys, erkaantua ruotsiksi, erkaantua sanaristikko, erkaantua suomeksi, erkaantua kielisanakirja kreikka, erkaantua kreikaksi
Käännökset
- eriävä kreikaksi - μειοψηφούσα, διαφωνούντες, διαφωνούσες, διιστάμενες, αποκλίνουσες
- eriö kreikaksi - θάλαμος, θαλαμίσκος, πάγκος, καμπίνα, παράπηγμα, ERIO
- ero kreikaksi - απόκλιση, ασυμφωνία, εγκαρτέρηση, παραίτηση, κενό, χωρίστρα, διαφορά, ...
- eroaminen kreikaksi - παραιτούμαι, αποχαιρετισμός, χωρίστρα, παρατάω, διαχωρισμός, φεύγω, χωρισμός, ...
Satunnaisia sanoja
Erkaantua kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μερίδιο, υποκατάστημα, χωρίζω, κλαδί, κλάδος, αποκλίνω, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει
Käännökset: μερίδιο, υποκατάστημα, χωρίζω, κλαδί, κλάδος, αποκλίνω, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει