Erottaa kreikaksi

Käännös: erottaa, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μοίρα, διαιρώ, διχάζω, αποβάλλω, απελαύνω, χωρίζω, εκροή, απομονώνω, άφεση, μερίδιο, μοιράζω, διχοτομία, αποκόβω, ξεχωριστός, διαχωρίζω, χωριστός, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Erottaa kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: erottaa

erottaa doverin ja valaisin, erottaa englanniksi, erottaa eroittaa, erottaa in english, erottaa jyvät akanoista, erottaa kielisanakirja kreikka, erottaa kreikaksi

Käännökset

  • erotella kreikaksi - χωριστός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωρίζω, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
  • erotiikka kreikaksi - ερωτομανία, ερωτισμό, ερωτισμός, ερωτισμού, τον ερωτισμό
  • erottamaton kreikaksi - αχώριστος, αδιαχώριστες, αδιαχώριστο, αδιαχώριστη, άρρηκτα συνδεδεμένη
  • erottaminen kreikaksi - απολύω, παρατάω, απόλυση, αποχαιρετισμός, αποπομπή, παραιτούμαι, απέλαση, ...
Satunnaisia sanoja
Erottaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μοίρα, διαιρώ, διχάζω, αποβάλλω, απελαύνω, χωρίζω, εκροή, απομονώνω, άφεση, μερίδιο, μοιράζω, διχοτομία, αποκόβω, ξεχωριστός, διαχωρίζω, χωριστός, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση