Estäminen kreikaksi
Käännös: estäminen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
καταστολή, πρόληψη, αποφυγή, απόκρυψη, εμποδισμός, αναστολή, παρεμπόδιση, αναστολής, η αναστολή, την αναστολή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: estäminen
estäminen englanniksi, estäminen facebookissa, estäminen instagram, estäminen jääkiekko, estäminen kikissä, estäminen kielisanakirja kreikka, estäminen kreikaksi
Käännökset
- esto kreikaksi - παρεμβολή, αναστολή, παρεμπόδιση, αναστολής, η αναστολή, την αναστολή
- estoton kreikaksi - αυθόρμητος, ακάθεκτος, ανεμπόδιστη, χωρίς αναστολή, απρόσκοπτη, χωρίς αναστολές, ανεμπόδιστης
- estävä kreikaksi - ανασταλτική, ανασταλτικές, ανασταλτικό, ανασταλτικά, ανασταλτικής
- estää kreikaksi - κωλυσιεργώ, παρακωλύω, στηρίγματα, αποκλείω, προλαβαίνω, φραγμός, αποτρέπω, ...
Satunnaisia sanoja
Estäminen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: καταστολή, πρόληψη, αποφυγή, απόκρυψη, εμποδισμός, αναστολή, παρεμπόδιση, αναστολής, η αναστολή, την αναστολή
Käännökset: καταστολή, πρόληψη, αποφυγή, απόκρυψη, εμποδισμός, αναστολή, παρεμπόδιση, αναστολής, η αναστολή, την αναστολή