Hässäkkä kreikaksi
Käännös: hässäkkä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κινώ, αναδεύω, ενόχληση, αναστάτωση, πτερυγίζω, αναταραχή, σάλος, φασαρία, ανακατεύω, κινούμαι, ταλαιπωρία, παρενόχληση, χωρίς προβλήματα, κόπο, την ταλαιπωρία
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: hässäkkä
hässäkkä englanniksi, hässäkkä etymologia, hässäkkä merkitys, hässäkkä perho, hässäkkä päivät 2014, hässäkkä kielisanakirja kreikka, hässäkkä kreikaksi
Käännökset
- härmä kreikaksi - παχνιάζομαι, παγωνιά, μούχλα, περονόσπορος, παγετός, πάχνη, άνθηση, ...
- härveli kreikaksi - συσκευή, άνεση, μαραφέτι, το μαραφέτι, τέχνασμα, contraption, επινόημα
- hätiköity kreikaksi - επισπεύδω, εξάνθημα, εξανθήματος, εξανθήματα, αναφυλαξία, το εξάνθημα
- hätistää kreikaksi - κυνηγώ, βασανίζω, λυμαίνομαι, Harry, Ο Χάρι, Ο Harry
Satunnaisia sanoja
Hässäkkä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κινώ, αναδεύω, ενόχληση, αναστάτωση, πτερυγίζω, αναταραχή, σάλος, φασαρία, ανακατεύω, κινούμαι, ταλαιπωρία, παρενόχληση, χωρίς προβλήματα, κόπο, την ταλαιπωρία
Käännökset: κινώ, αναδεύω, ενόχληση, αναστάτωση, πτερυγίζω, αναταραχή, σάλος, φασαρία, ανακατεύω, κινούμαι, ταλαιπωρία, παρενόχληση, χωρίς προβλήματα, κόπο, την ταλαιπωρία