Haara kreikaksi

Käännös: haara, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
συνέπεια, όπλο, υποκατάστημα, άκρο, χέρι, βλαστός, παραφυάδα, μπράτσο, μέλος, κλάδος, υπόνοια, παρακλάδι, κλαδί, στάδιο, πόδι, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Haara kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: haara

haara & salo, haara englanniksi, haara loimaa, haara merkitys, haara mikko, haara kielisanakirja kreikka, haara kreikaksi

Käännökset

  • haamu kreikaksi - φάντασμα, σκιά, οπτασία, φαντασμάτων, φαντάσματα, ghost
  • haapa kreikaksi - λεύκη, τρομώδης, Aspen, λεύκα, Άσπεν, αγριόλευκας
  • haarake kreikaksi - βλαστός, διακλάδωση, παραφυάδα, παρακλάδι, περόνη, δίκρανο, όνυχα, ...
  • haarakiila kreikaksi - τσόντα, γωνιακών προσθηκών, καβάλο, γωνιακής προσθήκης, ενισχυτικό
Satunnaisia sanoja
Haara kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: συνέπεια, όπλο, υποκατάστημα, άκρο, χέρι, βλαστός, παραφυάδα, μπράτσο, μέλος, κλάδος, υπόνοια, παρακλάδι, κλαδί, στάδιο, πόδι, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου