Hajaannus kreikaksi
Käännös: hajaannus, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαταραχή, διασπορά, χάος, μοιράζω, μοίρα, αναστάτωση, αταξία, ακαταστασία, πάθηση, διχοτομία, αναρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: hajaannus
egyptin hajaannus, hajaannus englanniksi, hajaannus merkitys, hajaannus ruotsiksi, hajaannus sanaristikko, hajaannus kielisanakirja kreikka, hajaannus kreikaksi
Käännökset
- haituva kreikaksi - πούπουλο, κάτω, χνούδι, χνούδια, χνουδιού, χνουδιών, χνουδωτού
- haiven kreikaksi - κάτω, πούπουλο, μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
- hajaantua kreikaksi - διαιρώ, διαλύω, αποσυνθέτω, σαπίζω, χωρίζω, αποκλίνω, διχάζω, ...
- hajaantuminen kreikaksi - απόκλιση, διασπορά, διασκορπισμός, διασποράς, τη διασπορά, της διασποράς
Satunnaisia sanoja
Hajaannus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαταραχή, διασπορά, χάος, μοιράζω, μοίρα, αναστάτωση, αταξία, ακαταστασία, πάθηση, διχοτομία, αναρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Käännökset: διαταραχή, διασπορά, χάος, μοιράζω, μοίρα, αναστάτωση, αταξία, ακαταστασία, πάθηση, διχοτομία, αναρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό