Harhauttaa kreikaksi
Käännös: harhauttaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μπλόφα, πλαστογραφία, ντόμπρος, ευθύς, προσποίηση, πλαστός, κάλπικος, να τρίπλα, να στάζει, να συρρέει, στην κίνηση, να τρέχουν τα σάλια
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: harhauttaa
harhauttaa englanniksi, harhauttaa merkitys, harhauttaa ruotsiksi, harhauttaa sanakirja, harhauttaa sanaristikko, harhauttaa kielisanakirja kreikka, harhauttaa kreikaksi
Käännökset
- harhakuvitelma kreikaksi - κόλπο, ξεγελώ, μαγικός, τρικ, μαγεία, παραίσθηση, αυταπάτη, ...
- harhaluulo kreikaksi - τρικ, μαγεία, ξεγελώ, παραίσθηση, μαγικός, κόλπο, πλάνη, ...
- harhautua kreikaksi - αδέσποτος, έξαλλος, αποσπούν την προσοχή, αποσπάται, αποσπαστεί η προσοχή, αποσπάται η προσοχή
- harhautuminen kreikaksi - παρέκβαση, παρεκτροπή, εκτροπή, εκτροπής, παρέκκλιση, εκτροπών, ανωμαλία
Satunnaisia sanoja
Harhauttaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μπλόφα, πλαστογραφία, ντόμπρος, ευθύς, προσποίηση, πλαστός, κάλπικος, να τρίπλα, να στάζει, να συρρέει, στην κίνηση, να τρέχουν τα σάλια
Käännökset: μπλόφα, πλαστογραφία, ντόμπρος, ευθύς, προσποίηση, πλαστός, κάλπικος, να τρίπλα, να στάζει, να συρρέει, στην κίνηση, να τρέχουν τα σάλια