Henki kreikaksi
Käännös: henki, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ψυχή, κεφάλι, ηγούμαι, ατμόσφαιρα, πρόσωπο, αναπνοή, άτομο, ισόβιος, ζωή, εγκέφαλος, πνεύμα, βίος, άνθρωπος, φυλάξου, ανάσα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: henki
ajan henki, henki ei kulje, henki englanniksi, henki fennia, henki haisee, henki kielisanakirja kreikka, henki kreikaksi
Käännökset
- hengähdys kreikaksi - λαχανιάζω, αναπνοή, ασθμαίνω, ανάσα, αγκομαχώ
- henkevä kreikaksi - πνευματώδης, σπιρτόζος, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
- henkilö kreikaksi - ψυχή, θανάσιμος, άνθρωπος, κάποιος, θνητός, χαρακτήρας, ανθρώπινος, ...
- henkilöidä kreikaksi - παριστάνω, προσωποποιώ, προσωποποιούν, προσωποποιούν τα, προσωποποιήσει, προσωποποιούν την
Satunnaisia sanoja
Henki kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ψυχή, κεφάλι, ηγούμαι, ατμόσφαιρα, πρόσωπο, αναπνοή, άτομο, ισόβιος, ζωή, εγκέφαλος, πνεύμα, βίος, άνθρωπος, φυλάξου, ανάσα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά
Käännökset: ψυχή, κεφάλι, ηγούμαι, ατμόσφαιρα, πρόσωπο, αναπνοή, άτομο, ισόβιος, ζωή, εγκέφαλος, πνεύμα, βίος, άνθρωπος, φυλάξου, ανάσα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά