Henkilö kreikaksi
Käännös: henkilö, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ψυχή, θανάσιμος, άνθρωπος, κάποιος, θνητός, χαρακτήρας, ανθρώπινος, πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: henkilö
henkilö englanniksi, henkilö eniro, henkilö lyhenne, henkilö merkitys, henkilö pekkaniska, henkilö kielisanakirja kreikka, henkilö kreikaksi
Käännökset
- henkevä kreikaksi - πνευματώδης, σπιρτόζος, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
- henki kreikaksi - ψυχή, κεφάλι, ηγούμαι, ατμόσφαιρα, πρόσωπο, αναπνοή, άτομο, ...
- henkilöidä kreikaksi - παριστάνω, προσωποποιώ, προσωποποιούν, προσωποποιούν τα, προσωποποιήσει, προσωποποιούν την
- henkilöitymä kreikaksi - ενσάρκωση, προσωποποίηση, προσωποποίησης, προσωποποιημένη, η προσωποποίηση, προσωποποιήσεις
Satunnaisia sanoja
Henkilö kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ψυχή, θανάσιμος, άνθρωπος, κάποιος, θνητός, χαρακτήρας, ανθρώπινος, πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Käännökset: ψυχή, θανάσιμος, άνθρωπος, κάποιος, θνητός, χαρακτήρας, ανθρώπινος, πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που