Hoitaja kreikaksi
Käännös: hoitaja, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
οικονόμος, νοσοκόμα, βάγια, θαλαμηπόλος, επιστάτης, θυρωρός, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: hoitaja
hoitaja englanniksi, hoitaja huumori, hoitaja kotiin, hoitaja merkitys, hoitaja mll, hoitaja kielisanakirja kreikka, hoitaja kreikaksi
Käännökset
- hoippua kreikaksi - καρίνα, ταλαντεύομαι, μηχανάκι, πείθω, τρικλίζω, λικνίζομαι, μετατόπιση, ...
- hoitaa kreikaksi - νοσοκόμα, κερνώ, διευθύνω, μοιράζω, αντεπεξέρχομαι, επιμελούμαι, θεραπεύω, ...
- hoitamaton kreikaksi - ασυνόδευτος, απεριποίητος, αχτένιστα, unkempt, ακτένιστος, απεριποίητα
- hoito kreikaksi - διοίκηση, μεταχείριση, θεραπεία, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
Satunnaisia sanoja
Hoitaja kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: οικονόμος, νοσοκόμα, βάγια, θαλαμηπόλος, επιστάτης, θυρωρός, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Käännökset: οικονόμος, νοσοκόμα, βάγια, θαλαμηπόλος, επιστάτης, θυρωρός, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα