Hyökkäys kreikaksi
Käännös: hyökkäys, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
επιθετικότητα, επίθεση, εισβολή, προσβολή, εχθρότητα, επιδρομή, παράβαση, αδίκημα, συνέπεια, αρχή, προσβλητικός, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεσης, ομάδα, προσβολής
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: hyökkäys
hyökkäys eetu isto, hyökkäys englanniksi, hyökkäys keittiöön, hyökkäys kuurojen kotiin, hyökkäys lumessa, hyökkäys kielisanakirja kreikka, hyökkäys kreikaksi
Käännökset
- hyödyttää kreikaksi - ωφέλεια, επωφελούμαι, επίδομα, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, ...
- hyödytön kreikaksi - άκαρπος, ανωφελής, εγωκεντρικός, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, μάταιος, άγονος, ...
- hyökkääjä kreikaksi - επιτιθέμενος, απεργός, συμπαίκτη του, τον συμπαίκτη, συμπαίκτη, τον συμπαίκτη του
- hyökkäävä kreikaksi - επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, επιθετικές, επιθετικά
Satunnaisia sanoja
Hyökkäys kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: επιθετικότητα, επίθεση, εισβολή, προσβολή, εχθρότητα, επιδρομή, παράβαση, αδίκημα, συνέπεια, αρχή, προσβλητικός, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεσης, ομάδα, προσβολής
Käännökset: επιθετικότητα, επίθεση, εισβολή, προσβολή, εχθρότητα, επιδρομή, παράβαση, αδίκημα, συνέπεια, αρχή, προσβλητικός, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεσης, ομάδα, προσβολής