Impi kreikaksi
Käännös: impi, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παρθένος, παρθένα, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: impi
imbi paju, impi englanniksi, impi gärding, impi ja auvo, impi ja lempi, impi kielisanakirja kreikka, impi kreikaksi
Käännökset
- immuunius kreikaksi - ανοσία, ασυδοσία
- imperatiivi kreikaksi - προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
- implikaatio kreikaksi - συνέπεια, υπόνοια, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως
- impotenssi kreikaksi - ανικανότητα, ανικανότητας, την ανικανότητα, αδυναμία, της ανικανότητας
Satunnaisia sanoja
Impi kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παρθένος, παρθένα, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Käännökset: παρθένος, παρθένα, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι