Imu kreikaksi
Käännös: imu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
θηλάζω, αναρρόφηση, άντληση, ρουφώ, γλείφω, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό
Muut kielet
Liittyvät sanat: imu
imu calibration, imu englanniksi, imu inkoon musiikki, imu ja paine, imu merkitys, imu kielisanakirja kreikka, imu kreikaksi
Käännökset
- impotentti kreikaksi - ανίκανος, ανίκανη, αδύναμοι, ανίσχυρη, ανίκανοι
- impulssi kreikaksi - ορμή, ώθηση, παρόρμηση, ώθησης, ώσης, άμεσης κατανάλωσης
- indikaattori kreikaksi - φλας, πίνακας, δείκτης, δείκτη, ένδειξη, ενδεικτική, δεικτών
- indium kreikaksi - σε, ίνδιο, ινδίου, του ινδίου, το ίνδιο, ινδίου που
Satunnaisia sanoja
Imu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: θηλάζω, αναρρόφηση, άντληση, ρουφώ, γλείφω, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό
Käännökset: θηλάζω, αναρρόφηση, άντληση, ρουφώ, γλείφω, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό