Irrotella kreikaksi
Käännös: irrotella, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ξεκουμπώνω, τη χαλάρωση της, χαλαρώνοντας το, ξεβιδώνοντας τις, χαλαρώνοντας τις, χαλαρώνοντας τη
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: irrotella
irrotella englanniksi, irrotella merkitys, irrotella ruotsiksi, irrotella sanaristikko, irrotella suomeksi, irrotella kielisanakirja kreikka, irrotella kreikaksi
Käännökset
- irrationaalinen kreikaksi - παράλογος, παράλογη, παράλογες, ανορθολογικές, ανορθολογικών
- irrota kreikaksi - μολάρω, λασκάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
- irrottaa kreikaksi - αποσυνδέω, χωριστός, ξεκουμπώνω, αυτεξούσιος, μερίδιο, τσάμπα, δημοσιεύω, ...
- irrotus kreikaksi - αποκόλληση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
Satunnaisia sanoja
Irrotella kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ξεκουμπώνω, τη χαλάρωση της, χαλαρώνοντας το, ξεβιδώνοντας τις, χαλαρώνοντας τις, χαλαρώνοντας τη
Käännökset: ξεκουμπώνω, τη χαλάρωση της, χαλαρώνοντας το, ξεβιδώνοντας τις, χαλαρώνοντας τις, χαλαρώνοντας τη