Jakamaton kreikaksi
Käännös: jakamaton, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πέλμα, αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, γλώσσα, αδιαίρετος, αδιαίρετο, αδιαίρετη, αδιαίρετα, αδιαίρετες
Muut kielet
Liittyvät sanat: jakamaton
jakamaton englanniksi, jakamaton kuolinpesä, jakamaton kuolinpesä kiinteistövero, jakamaton kuolinpesä lainhuuto, jakamaton kuolinpesä myynti, jakamaton kielisanakirja kreikka, jakamaton kreikaksi
Käännökset
- jakaa kreikaksi - διχοτομία, κλήρος, κατανέμω, μεταβιβάζω, μοίρα, μοιράζω, διχάζω, ...
- jakaja kreikaksi - διανομέας, έμπορος, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
- jakaminen kreikaksi - διχασμός, χωρίζω, μερίδιο, τμήμα, διαίρεση, κατανομή, μεραρχία, ...
- jakauma kreikaksi - κατανομή, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Satunnaisia sanoja
Jakamaton kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πέλμα, αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, γλώσσα, αδιαίρετος, αδιαίρετο, αδιαίρετη, αδιαίρετα, αδιαίρετες
Käännökset: πέλμα, αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, γλώσσα, αδιαίρετος, αδιαίρετο, αδιαίρετη, αδιαίρετα, αδιαίρετες