Jalo kreikaksi
Käännös: jalo, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αβρός, καμαρωτός, στερεός, υπερόπτης, συμπαγής, ψηλός, γενναιόδωρος, ανιδιοτελής, μεγαλειώδης, άξιος, μεγαλοπρεπής, περήφανος, ανοιχτοχέρης, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: jalo
jalo aminoff, jalo englanniksi, jalo gastropub, jalo helsinki, jalo jalo, jalo kielisanakirja kreikka, jalo kreikaksi
Käännökset
- jalkineet kreikaksi - παπούτσια, υποδήματα, υπόδηση, είδη υπόδησης, υποδημάτων, υπόδησης
- jallittaa kreikaksi - προσποίηση, εξαπατώ, ξεγελώ, diddle, χασομερήσουν, χασομερώ
- jaloitella kreikaksi - βαδίζω, μάρτιος, τεντώσει τα πόδια, τεντώστε τα πόδια, να τεντώσει τα πόδια, τεντώσουν τα πόδια, τεντωθείτε
- jalokivi kreikaksi - κόσμημα, πέτρα, λιθοβολώ, πετροβολώ, πετράδι, πολύτιμος λίθος, πολύτιμων λίθων, ...
Satunnaisia sanoja
Jalo kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αβρός, καμαρωτός, στερεός, υπερόπτης, συμπαγής, ψηλός, γενναιόδωρος, ανιδιοτελής, μεγαλειώδης, άξιος, μεγαλοπρεπής, περήφανος, ανοιχτοχέρης, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές
Käännökset: αβρός, καμαρωτός, στερεός, υπερόπτης, συμπαγής, ψηλός, γενναιόδωρος, ανιδιοτελής, μεγαλειώδης, άξιος, μεγαλοπρεπής, περήφανος, ανοιχτοχέρης, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές