Jalostamaton kreikaksi
Käännös: jalostamaton, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ωμός, αγροίκος, ακατέργαστος, αγενής, χονδροειδής, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: jalostamaton
jalostamaton banaani, jalostamaton englanniksi, jalostamaton koirarotu, jalostamaton liha, jalostamaton merkitys, jalostamaton kielisanakirja kreikka, jalostamaton kreikaksi
Käännökset
- jalorotuinen kreikaksi - καθαρόαιμος, καθαρόαιμο, καθαρόαιμων, καθαρόαιμη, των καθαρόαιμων
- jalostaa kreikaksi - βελτιώνω, τροποποιώ, σκαλίζω, ραφινάρω, καλλιεργώ, βελτιώνομαι, τελειοποίηση, ...
- jalostamo kreikaksi - διυλιστήριο, διυλιστηρίου, διυλιστηρίων, διύλισης, διυλιστήρια
- jalostettu kreikaksi - εκλεπτυσμένος, ραφινάτος, καλλιεργημένος, επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, σε επεξεργασία, ...
Satunnaisia sanoja
Jalostamaton kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ωμός, αγροίκος, ακατέργαστος, αγενής, χονδροειδής, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου
Käännökset: ωμός, αγροίκος, ακατέργαστος, αγενής, χονδροειδής, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου