Johtosääntö kreikaksi
Käännös: johtosääntö, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ρύθμιση, κανονισμός, υπαγορεύω, τους κανονισμούς της υπηρεσίας, κανονισμούς της υπηρεσίας, κανόνες υπηρεσιακής, διατάξεων της υπηρεσιακής κατάστασης, διατάξεων της υπηρεσιακής
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: johtosääntö
johtosääntö englanniksi, johtosääntö helsingin yliopisto, johtosääntö in english, johtosääntö jyväskylän yliopisto, johtosääntö kunta, johtosääntö kielisanakirja kreikka, johtosääntö kreikaksi
Käännökset
- johtoporras kreikaksi - ηγεσία, διοίκηση, ηγεμονία, βαθμός αξιωματικού, ιεραρχία επιχείρησης, Echelon, κλιμάκιο, ...
- johtopäätös kreikaksi - απόφαση, επαγωγή, λήξη, αποφασιστικότητα, συμπέρασμα, τέλος, σύναψη, ...
- johtua kreikaksi - έρχομαι, προκύπτω, αντλώ, ακολουθώ, παράγομαι, εγείρομαι, συνάγω, ...
- joiden kreikaksi - τίνος, ποιανού, των οποίων, του οποίου, του οποίου η, των οποίων οι, των οποίων η
Satunnaisia sanoja
Johtosääntö kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ρύθμιση, κανονισμός, υπαγορεύω, τους κανονισμούς της υπηρεσίας, κανονισμούς της υπηρεσίας, κανόνες υπηρεσιακής, διατάξεων της υπηρεσιακής κατάστασης, διατάξεων της υπηρεσιακής
Käännökset: ρύθμιση, κανονισμός, υπαγορεύω, τους κανονισμούς της υπηρεσίας, κανονισμούς της υπηρεσίας, κανόνες υπηρεσιακής, διατάξεων της υπηρεσιακής κατάστασης, διατάξεων της υπηρεσιακής