Joukkio kreikaksi

Käännös: joukkio, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πλήθος, εταιρία, σπείρα, συγκρότημα, λέσχη, σύμπλεγμα, ρόπαλο, συμμορία, παρέα, όμιλος, ορδή, ομήγυρη, ομάδα, θίασος, μπάντα, ζώνη, ζώνης, ταινία
Joukkio kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: joukkio

joukkio merkitys, joukkio ruotsiksi, joukkio sanaristikko, joukkio suomeksi, joukkio synonyymi, joukkio kielisanakirja kreikka, joukkio kreikaksi

Käännökset

  • jouduttaa kreikaksi - επισπεύδω, επιταχύνω, σπεύδω, επιταχύνει, επισπεύσει, σπεύδουν, να επιταχύνει
  • jouhi kreikaksi - τρίχα, μαλλιά, χοντρότριχες, από χοντρότριχες, χοντρότριχες χαίτης, τρίχες αλόγου, τις χοντρότριχες
  • joukko kreikaksi - συγκέντρωση, κλήρος, συναρμολόγηση, αγέλη, αριθμός, ανέρχομαι, τράπουλα, ...
  • joukkoerottelu kreikaksi - διαχωρισμός, χωρισμός, ένα σύνολο, μια σειρά, ένα σετ, μια ομάδα, μία ομάδα
Satunnaisia sanoja
Joukkio kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πλήθος, εταιρία, σπείρα, συγκρότημα, λέσχη, σύμπλεγμα, ρόπαλο, συμμορία, παρέα, όμιλος, ορδή, ομήγυρη, ομάδα, θίασος, μπάντα, ζώνη, ζώνης, ταινία