Julkisivu kreikaksi
Käännös: julkisivu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κύρος, πρόσοψη, αντικρίζω, αντιμετωπίζω, πρόσωπο, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: julkisivu
julkisivu englanniksi, julkisivu merkitys, julkisivu pelti, julkisivu ratkojat, julkisivu ruotsiksi, julkisivu kielisanakirja kreikka, julkisivu kreikaksi
Käännökset
- julkinen kreikaksi - κοινός, κόσμος, υφήλιος, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, ...
- julkishallinto kreikaksi - κυβέρνηση, δημόσια διοίκηση, της δημόσιας διοίκησης, δημόσιας διοίκησης, τη δημόσια διοίκηση, η δημόσια διοίκηση
- julkistaa kreikaksi - δελτίο, ατμόσφαιρα, δημοσιεύω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, κυκλοφορώ, δηλώνω, ...
- julkistaminen kreikaksi - έκδοση, δημοσίευση, δημοσιοποίηση, δημοσίευμα, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, ...
Satunnaisia sanoja
Julkisivu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κύρος, πρόσοψη, αντικρίζω, αντιμετωπίζω, πρόσωπο, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του
Käännökset: κύρος, πρόσοψη, αντικρίζω, αντιμετωπίζω, πρόσωπο, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του