Käräjät kreikaksi

Käännös: käräjät, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ερωτοτροπώ, ώρα, δικαστήριο, αυλή, κρίση, Κακουργιοδικείο, Κακουργιοδικείου, Κακουργιοδικεία, Ασίζης
Käräjät kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: käräjät

käräjät 2012, käräjät alajärvi, käräjät englanniksi, käräjät historia, käräjät joensuu, käräjät kielisanakirja kreikka, käräjät kreikaksi

Käännökset

  • kärventyä kreikaksi - ξεραίνω, καψαλίζομαι, περικαίω, καψαλίζω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
  • kärventää kreikaksi - ξεραίνω, καψαλίζω, καίω, περικαίω, τσουρουφλίζω, μονόκλωνη, singe, ...
  • käräjätuomari kreikaksi - δικάζω, κριτής, Επαρχιακός Δικαστής, Επαρχιακό Δικαστή, δικαστή περιφερειακού δικαστηρίου, δικαστής περιοχής, Επαρχιακού Δικαστού
  • käräjöinti kreikaksi - δοκιμασία, δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, της ασκήσεως της προσφυγής, ΕΠΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Satunnaisia sanoja
Käräjät kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ερωτοτροπώ, ώρα, δικαστήριο, αυλή, κρίση, Κακουργιοδικείο, Κακουργιοδικείου, Κακουργιοδικεία, Ασίζης