Käräjätuomari kreikaksi
Käännös: käräjätuomari, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δικάζω, κριτής, Επαρχιακός Δικαστής, Επαρχιακό Δικαστή, δικαστή περιφερειακού δικαστηρίου, δικαστής περιοχής, Επαρχιακού Δικαστού
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: käräjätuomari
käräjätuomari atte andersson, käräjätuomari englanniksi, käräjätuomari hannu rantalainen, käräjätuomari jukka laine, käräjätuomari koulutus, käräjätuomari kielisanakirja kreikka, käräjätuomari kreikaksi
Käännökset
- kärventää kreikaksi - ξεραίνω, καψαλίζω, καίω, περικαίω, τσουρουφλίζω, μονόκλωνη, singe, ...
- käräjät kreikaksi - ερωτοτροπώ, ώρα, δικαστήριο, αυλή, κρίση, Κακουργιοδικείο, Κακουργιοδικείου, ...
- käräjöinti kreikaksi - δοκιμασία, δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, της ασκήσεως της προσφυγής, ΕΠΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
- käräyttää kreikaksi - καίω, αποτεφρώνω, καψαλίζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, ...
Satunnaisia sanoja
Käräjätuomari kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δικάζω, κριτής, Επαρχιακός Δικαστής, Επαρχιακό Δικαστή, δικαστή περιφερειακού δικαστηρίου, δικαστής περιοχής, Επαρχιακού Δικαστού
Käännökset: δικάζω, κριτής, Επαρχιακός Δικαστής, Επαρχιακό Δικαστή, δικαστή περιφερειακού δικαστηρίου, δικαστής περιοχής, Επαρχιακού Δικαστού