Käsittää kreikaksi

Käännös: käsittää, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κέντρισμα, αποτελώ, νύξη, περιλαμβάνω, σκάβω, σφίγγω, συλλαμβάνω, αγκάλιασμα, σαρκασμός, συνθέτω, πιάνω, συγκροτώ, περιέχω, υλοποιούμαι, αγκαλιάζω, κατανοώ, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Käsittää kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: käsittää

käsittää englanniksi, käsittää etymologia, käsittää joksikin, käsittää merkitys, käsittää ruotsiksi, käsittää kielisanakirja kreikka, käsittää kreikaksi

Käännökset

  • käsittelykerta kreikaksi - αίτηση, εφαρμογή, στρώση, χρήση, προσήλωση, χρόνος επεξεργασίας, Ο χρόνος επεξεργασίας, ...
  • käsittämätön kreikaksi - δυσνόητος, σκοτεινός, ακατανόητος, ακατανόητο, ακατανόητη, αδιανόητο, ακατανόητες
  • käsitys kreikaksi - σκεφτόμουν, γνώμη, νόμιζα, σκέψη, ιδέα, κατανόηση, γνωμάτευση, ...
  • käsityskyky kreikaksi - αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, η αντίληψη, αντίληψή
Satunnaisia sanoja
Käsittää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κέντρισμα, αποτελώ, νύξη, περιλαμβάνω, σκάβω, σφίγγω, συλλαμβάνω, αγκάλιασμα, σαρκασμός, συνθέτω, πιάνω, συγκροτώ, περιέχω, υλοποιούμαι, αγκαλιάζω, κατανοώ, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης