Käypä kreikaksi
Käännös: käypä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ταιριαστός, ισχύων, εφαρμόσιμος, διαβατός, μέτριος, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: käypä
diabetes, diabetes käypä hoito, elvytys käypä hoito, käypä arvo, käypä englanniksi, käypä kielisanakirja kreikka, käypä kreikaksi
Käännökset
- käynti kreikaksi - επισκέπτομαι, κοιτάζω, φαίνομαι, βλέμμα, τηλεφωνώ, επιχείρηση, εργαζόμενος, ...
- käyntivarmuus kreikaksi - σταθερότητα, αξιοπιστία, την αξιοπιστία, αξιοπιστίας, αξιοπιστία του, την αξιοπιστία του
- käyrä kreikaksi - στραβός, καμπυλώνω, κυρτός, καμπύλη, κυρτώνω, καμπύλης, της καμπύλης, ...
- käyräviivainen kreikaksi - καμπυλόγραμμος, καμπυλόγραμμη, καμπυλόγραμμο, καμπυλόγραμμα, καμπυλόγραμμες
Satunnaisia sanoja
Käypä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ταιριαστός, ισχύων, εφαρμόσιμος, διαβατός, μέτριος, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Käännökset: ταιριαστός, ισχύων, εφαρμόσιμος, διαβατός, μέτριος, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας