Kalu kreikaksi
Käännös: kalu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
όργανο, εργαλείο, στέλεχος, αντιτείνω, μέλος, αντικείμενο, υλοποιώ, κόκορας, κρουνός, καβλί, κόκορα, στρόφιγγα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kalu
iso kalu, kalu ak quartermaster, kalu englanniksi, kalu kalu, kalu merkitys, kalu kielisanakirja kreikka, kalu kreikaksi
Käännökset
- kalterit kreikaksi - ενοχλητικός, μπαρ, μπάρες, ράβδοι, ράβδων, ράβδους
- kaltevuus kreikaksi - ακουμπώ, τάση, κλίνω, άπαχος, γέρνω, ροπή, κλίση, ...
- kaluste kreikaksi - συνάντηση, μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
- kalusteet kreikaksi - έπιπλα, συνάντηση, επίπλων, Καταστήματα Επίπλων, επίπλωση, τα έπιπλα
Satunnaisia sanoja
Kalu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: όργανο, εργαλείο, στέλεχος, αντιτείνω, μέλος, αντικείμενο, υλοποιώ, κόκορας, κρουνός, καβλί, κόκορα, στρόφιγγα
Käännökset: όργανο, εργαλείο, στέλεχος, αντιτείνω, μέλος, αντικείμενο, υλοποιώ, κόκορας, κρουνός, καβλί, κόκορα, στρόφιγγα