Kankea kreikaksi
Käännös: kankea, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
άκαμπτος, αλύγιστος, ισχυρός, αυστηρός, άτεγκτος, αδιάλλακτος, δυσκίνητος, δυσκίνητο, επαχθείς, δυσκίνητη, δύσχρηστη
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kankea
kankea alaselkä, kankea englanniksi, kankea hevonen, kankea ilves, kankea kieli, kankea kielisanakirja kreikka, kankea kreikaksi
Käännökset
- kani kreikaksi - κουνέλι, κουνελιού, κουνελιών, κονίκλου, κουνέλια
- kanjoni kreikaksi - φαράγγι, Canyon, φαραγγιού, φαράγγι του, Κάνιον
- kankeus kreikaksi - ακαμψία, δυσκαμψία, ακαμψίας, δυσκαμψίας, σκληρότητα
- kanki kreikaksi - στάμνα, κιγκλίδωμα, σκαλιστήρι, πάσσαλος, φτύνω, παρακώλυση, μπαρ, ...
Satunnaisia sanoja
Kankea kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: άκαμπτος, αλύγιστος, ισχυρός, αυστηρός, άτεγκτος, αδιάλλακτος, δυσκίνητος, δυσκίνητο, επαχθείς, δυσκίνητη, δύσχρηστη
Käännökset: άκαμπτος, αλύγιστος, ισχυρός, αυστηρός, άτεγκτος, αδιάλλακτος, δυσκίνητος, δυσκίνητο, επαχθείς, δυσκίνητη, δύσχρηστη