Kanne kreikaksi
Käännös: kanne, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κατηγορία, παράπονο, φροντίδα, πάθηση, καταγγελία, καταγγελίας, αιτίαση, την καταγγελία
Muut kielet
Liittyvät sanat: kanne
kanne englanniksi, kanne haaste, kanne isyyden vahvistamiseksi, kanne käräjäoikeudelle, kanne käräjäoikeus, kanne kielisanakirja kreikka, kanne kreikaksi
Käännökset
- kannattavuus kreikaksi - βιωσιμότητα, βιωσιμότητας, βιωσιμότητά, της βιωσιμότητας, τη βιωσιμότητα
- kannatus kreikaksi - βοήθεια, στήριγμα, πατρονάρισμα, υποστήριγμα, συμπαράσταση, προστασία, υποστήριξη, ...
- kannella kreikaksi - προδίδω, πόα, καταδότης, γιαρμάς, χόρτο, αρουραίος, στο κατάστρωμα, ...
- kannettava kreikaksi - φορητός, φορητό, φορητή, φορητές, φορητών
Satunnaisia sanoja
Kanne kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κατηγορία, παράπονο, φροντίδα, πάθηση, καταγγελία, καταγγελίας, αιτίαση, την καταγγελία
Käännökset: κατηγορία, παράπονο, φροντίδα, πάθηση, καταγγελία, καταγγελίας, αιτίαση, την καταγγελία