Karu kreikaksi
Käännös: karu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πεδιάδα, σκέτος, σκέτο, δριμύς, άγονος, σκληρός, άγριος, στείρος, κάμπος, τραχύς, άκαρπος, τραχιά, τραχύ, απόκρημνες, στιβαρό
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: karu
karu englanniksi, karu kamera, karu lounas, karu mc, karu merkitys, karu kielisanakirja kreikka, karu kreikaksi
Käännökset
- karttuva kreikaksi - προοδευτικός, δεδουλευμένος, δεδουλευμένων, δεδουλευμένους, δεδουλευμένοι, δεδουλευμένα
- kartuttaa kreikaksi - συσσωρεύω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
- karuselli kreikaksi - κόμβος, καρουσέλ, καρουζέλ, carousel, κυκλοφερές, κυκλοφερούς
- karussa kreikaksi - άγονος, άγονο, άγονη, άγονες, στείρα
Satunnaisia sanoja
Karu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πεδιάδα, σκέτος, σκέτο, δριμύς, άγονος, σκληρός, άγριος, στείρος, κάμπος, τραχύς, άκαρπος, τραχιά, τραχύ, απόκρημνες, στιβαρό
Käännökset: πεδιάδα, σκέτος, σκέτο, δριμύς, άγονος, σκληρός, άγριος, στείρος, κάμπος, τραχύς, άκαρπος, τραχιά, τραχύ, απόκρημνες, στιβαρό