Kato kreikaksi
Käännös: kato, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
απουσία, χαμός, αποτυχία, αφανισμός, ήττα, μείωση, υστέρημα, χάσιμο, απώλεια, έλλειψη, Ανεπάρκεια, ανεπάρκειας, Η ανεπάρκεια, Η έλλειψη
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kato
kato daratso, kato englanniksi, kato merkitys, kato mitä sä teit, kato mua, kato kielisanakirja kreikka, kato kreikaksi
Käännökset
- katku kreikaksi - μυρίζω, βρώμα, μπόχα, δυσωδία, μυρωδιά, άρωμα, ευωδία, ...
- katkuta kreikaksi - μυρίζω, μυρωδιά
- katoamaton kreikaksi - αδιάπτωτος, συνεχής, άφθαρτος, άφθαρτο, άφθαρτη, άφθαρτα, άφθαρτοι
- katolinen kreikaksi - καθολικός, Καθολική, Καθολικής, Καθολικό, Catholic
Satunnaisia sanoja
Kato kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: απουσία, χαμός, αποτυχία, αφανισμός, ήττα, μείωση, υστέρημα, χάσιμο, απώλεια, έλλειψη, Ανεπάρκεια, ανεπάρκειας, Η ανεπάρκεια, Η έλλειψη
Käännökset: απουσία, χαμός, αποτυχία, αφανισμός, ήττα, μείωση, υστέρημα, χάσιμο, απώλεια, έλλειψη, Ανεπάρκεια, ανεπάρκειας, Η ανεπάρκεια, Η έλλειψη