Kausi kreikaksi
Käännös: kausi, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
νοστιμίζω, όρος, τρίμηνο, περίοδο, διορία, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kausi
duudsonit, greyn anatomia, kausi 2014, kausi englanniksi, kausi flunssan oireet, kausi kielisanakirja kreikka, kausi kreikaksi
Käännökset
- kausaalisuus kreikaksi - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
- kausaliteetti kreikaksi - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
- kausiluonteinen kreikaksi - εποχικός, εποχιακός, εποχής, εποχιακή, εποχική, εποχιακά
- kautsu kreikaksi - λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, από καουτσούκ, Προϊόντα από καουτσούκ, κυματοειδές, από καουτσούκ σε
Satunnaisia sanoja
Kausi kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: νοστιμίζω, όρος, τρίμηνο, περίοδο, διορία, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Käännökset: νοστιμίζω, όρος, τρίμηνο, περίοδο, διορία, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου