Kautsu kreikaksi
Käännös: kautsu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, από καουτσούκ, Προϊόντα από καουτσούκ, κυματοειδές, από καουτσούκ σε
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kautsu
kautsu englanniksi, kautsu kumi, kautsu merkitys, kautsu ranneke, kautsu ratkojat, kautsu kielisanakirja kreikka, kautsu kreikaksi
Käännökset
- kausi kreikaksi - νοστιμίζω, όρος, τρίμηνο, περίοδο, διορία, περίοδος, εποχή, ...
- kausiluonteinen kreikaksi - εποχικός, εποχιακός, εποχής, εποχιακή, εποχική, εποχιακά
- kautta kreikaksi - απέναντι, διαμέσου, δια, από, μέσω, μέσω της, μέσω του, ...
Satunnaisia sanoja
Kautsu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, από καουτσούκ, Προϊόντα από καουτσούκ, κυματοειδές, από καουτσούκ σε
Käännökset: λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, από καουτσούκ, Προϊόντα από καουτσούκ, κυματοειδές, από καουτσούκ σε