Kiistelty kreikaksi
Käännös: kiistelty, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αμφιλεγόμενος, αμφισβητήσιμος, επίμαχος, αμφιλεγόμενη, αμφιλεγόμενο, αμφιλεγόμενα, αμφιλεγόμενες
Muut kielet
Liittyvät sanat: kiistelty
kiistelty alue, kiistelty englanniksi, kiistelty gluteeni, kiistelty gluteiini, kiistelty kirkko, kiistelty kielisanakirja kreikka, kiistelty kreikaksi
Käännökset
- kiistaton kreikaksi - αποφασιστικός, καθοριστικός, θετικός, αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αναμφισβήτητο, δεν αμφισβητείται, ...
- kiistellä kreikaksi - συζήτηση, διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, φράχτης, αποφάγια, υποστηρίζουν, ...
- kiisteltävä kreikaksi - αμφισβητήσιμος, αμφισβητούμενος, συζήτηση, συζητάμε, συζητώντας, συζητούμε, συζητά
- kiistäminen kreikaksi - άρνηση, άρνησης, την άρνηση, η άρνηση, της άρνησης
Satunnaisia sanoja
Kiistelty kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αμφιλεγόμενος, αμφισβητήσιμος, επίμαχος, αμφιλεγόμενη, αμφιλεγόμενο, αμφιλεγόμενα, αμφιλεγόμενες
Käännökset: αμφιλεγόμενος, αμφισβητήσιμος, επίμαχος, αμφιλεγόμενη, αμφιλεγόμενο, αμφιλεγόμενα, αμφιλεγόμενες