Kiskonta kreikaksi
Käännös: kiskonta, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ζωγραφιά, βιαιοπραγία, απαίτηση πληρωμής, απαίτηση για πληρωμή, για απαίτηση πληρωμής, απαίτησης για την πληρωμή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kiskonta
kiskonta autokauppias, kiskonta englanniksi, kiskonta finlex, kiskonta merkitys, kiskonta rikos, kiskonta kielisanakirja kreikka, kiskonta kreikaksi
Käännökset
- kisko kreikaksi - μονοπάτι, ίχνη, πίστα, σιδηροδρομικές, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομικού, σιδηροδρομικής, ...
- kiskoa kreikaksi - μαδώ, εκδύω, επισύρω, εξαναγκάζω, έλκω, σέρνω, τράβηγμα, ...
- kiskottaa kreikaksi - τροχιά, ίχνος, κομμάτι, τροχιάς, κομματιού
- kiskuri kreikaksi - τοκογλύφος, εκβιαστικός, ληστρική, ληστρικό, εκβιαστικά, extortionate
Satunnaisia sanoja
Kiskonta kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ζωγραφιά, βιαιοπραγία, απαίτηση πληρωμής, απαίτηση για πληρωμή, για απαίτηση πληρωμής, απαίτησης για την πληρωμή
Käännökset: ζωγραφιά, βιαιοπραγία, απαίτηση πληρωμής, απαίτηση για πληρωμή, για απαίτηση πληρωμής, απαίτησης για την πληρωμή