Kokeileva kreikaksi
Käännös: kokeileva, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δειλός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kokeileva
kokeileva englanniksi, kokeileva kehittäminen, kokeileva keittiö, kokeileva keittiö mustikkapiirakka, kokeileva kotiäiti, kokeileva kielisanakirja kreikka, kokeileva kreikaksi
Käännökset
- kokeellinen kreikaksi - μακέτα, μανεκέν, δοκιμαστικός, πειραματικός, μοντέλο, πιλότος, πιλοτάρω, ...
- kokeileminen kreikaksi - πειραματίζομαι, πείραμα, Πειραματισμός, Ο πειραματισμός, Πειραματική δοκιμή, Πειραματιζόμενοι, Πειραματίζονται
- kokeilla kreikaksi - δοκιμάζω, γεύομαι, ελέγχω, βεβαιώνω, πειραματίζομαι, βεβαιώνομαι, γεύση, ...
- kokeiltu kreikaksi - δοκιμασμένη, δοκιμαστεί και ελεγχθεί, δοκιμασμένες, δοκιμασμένο, δοκιμαστεί
Satunnaisia sanoja
Kokeileva kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δειλός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
Käännökset: δειλός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό