Koko kreikaksi
Käännös: koko, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ολοκληρώνω, γεμάτος, όλες, όλα, μέγεθος, ύψος, όλος, μεστός, συνολικός, σύνολο, ολόκληρος, πλήρης, ποδιά, περατώνω, γενικός, ολικός, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: koko
a4, a4 koko, jalan koko, kengän koko, koko ajan, koko kielisanakirja kreikka, koko kreikaksi
Käännökset
- kokki kreikaksi - μαγειρεύω, μάγειρας, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
- kokko kreikaksi - φωτιά για γιορτή, φωτιά, πυρά, φωτιά στην, φωτιών
- kokoaminen kreikaksi - ομήγυρη, συνέλευση, συγκρότημα, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης, συγκροτήματος
- kokoelma kreikaksi - σύναξη, συναρμολόγηση, συσσώρευση, συρροή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, ...
Satunnaisia sanoja
Koko kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ολοκληρώνω, γεμάτος, όλες, όλα, μέγεθος, ύψος, όλος, μεστός, συνολικός, σύνολο, ολόκληρος, πλήρης, ποδιά, περατώνω, γενικός, ολικός, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
Käännökset: ολοκληρώνω, γεμάτος, όλες, όλα, μέγεθος, ύψος, όλος, μεστός, συνολικός, σύνολο, ολόκληρος, πλήρης, ποδιά, περατώνω, γενικός, ολικός, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους