Konsti kreikaksi
Käännös: konsti, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
σκόπιμος, κολάι, αποφεύγω, πόροι, μέσο, κυρτός, μέσον, τέχνασμα, στρατήγημα, ρυτίδα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: konsti
consti espoo, consti talotekniikka, konsti englanniksi, konsti hieronta, konsti kalusteet, konsti kielisanakirja kreikka, konsti kreikaksi
Käännökset
- konsortio kreikaksi - σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδα, συγκρότημα, κονσόρτσιουμ, κοινοπραξία, κοινοπραξίας, ...
- konstaapeli kreikaksi - αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
- konstikas kreikaksi - προχωρημένος, καλλιεργημένος, σοφιστικέ, εξεζητημένος, πονηρή, dodgy, περίεργη, ...
- konstruktiivinen kreikaksi - εποικοδομητικός, εποικοδομητική, εποικοδομητικό, εποικοδομητικές, εποικοδομητικής
Satunnaisia sanoja
Konsti kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: σκόπιμος, κολάι, αποφεύγω, πόροι, μέσο, κυρτός, μέσον, τέχνασμα, στρατήγημα, ρυτίδα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική
Käännökset: σκόπιμος, κολάι, αποφεύγω, πόροι, μέσο, κυρτός, μέσον, τέχνασμα, στρατήγημα, ρυτίδα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική