Korkein kreikaksi
Käännös: korkein, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ηγεμόνας, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, ανώτατος, ύψιστος, μέγιστος, υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερο
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: korkein
korkein englanniksi, korkein hallinto-oikeus, korkein korotettu palkkatuki, korkein merkitys, korkein oikeus, korkein kielisanakirja kreikka, korkein kreikaksi
Käännökset
- korkeakoulu kreikaksi - κολέγιο, πανεπιστήμιο, κολλέγιο, College, κολλεγίων, κολεγίου
- korkealaatuinen kreikaksi - εξαίσιος, υπέροχος, έξοχα, της, των, του, από
- korkeus kreikaksi - ύψος, υψόμετρο, ύψωση, ανάδειξη, ανύψωση, ύψους, το ύψος, ...
- korkki kreikaksi - φελλός, πρίζα, βύσμα, φελλό, φελλού, από φελλό, του φελλού
Satunnaisia sanoja
Korkein kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ηγεμόνας, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, ανώτατος, ύψιστος, μέγιστος, υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερο
Käännökset: ηγεμόνας, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, ανώτατος, ύψιστος, μέγιστος, υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερο