Kulunut kreikaksi
Käännös: kulunut, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
απόθεμα, παρακρατώ, κοινός, παλαιός, γέρος, τετριμμένος, γέρικος, κοινότυπος, φοριούνται, φοριέται, φθαρεί, φορεθεί, φθαρμένα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kulunut
kulunut englanniksi, kulunut jarrulevy, kulunut kytkin, kulunut lonkka, kulunut merkitys, kulunut kielisanakirja kreikka, kulunut kreikaksi
Käännökset
- kuluessa kreikaksi - μέσα, εντός, κατά, στο, πλαίσιο
- kuluma kreikaksi - απόξεση, φθορά, τριβή, αμυχή, φοράτε, Φορέστε, Να φοράτε, ...
- kuluttaa kreikaksi - ξοδεύω, καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
- kuluttaja kreikaksi - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
Satunnaisia sanoja
Kulunut kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: απόθεμα, παρακρατώ, κοινός, παλαιός, γέρος, τετριμμένος, γέρικος, κοινότυπος, φοριούνται, φοριέται, φθαρεί, φορεθεί, φθαρμένα
Käännökset: απόθεμα, παρακρατώ, κοινός, παλαιός, γέρος, τετριμμένος, γέρικος, κοινότυπος, φοριούνται, φοριέται, φθαρεί, φορεθεί, φθαρμένα