Kulutus kreikaksi

Käännös: kulutus, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δαπάνες, φθίση, χρήση, δαπάνη, διάβρωση, κατανάλωση, χρησιμοποιώ, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Kulutus kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: kulutus

alkoholin kulutus, audi a4, audi a6 kulutus, auton kulutus, bensan kulutus, kulutus kielisanakirja kreikka, kulutus kreikaksi

Käännökset

  • kuluttaja kreikaksi - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
  • kuluttaminen kreikaksi - κατανάλωση, διάβρωση, φθίση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
  • kumara kreikaksi - κυρτός, στραβός, σκυφτός, σκύψιμο, stooping, σκύβοντας, να γυρει
  • kumarrus kreikaksi - πλώρη, τόξο, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
Satunnaisia sanoja
Kulutus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δαπάνες, φθίση, χρήση, δαπάνη, διάβρωση, κατανάλωση, χρησιμοποιώ, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από