Kuumottaa kreikaksi
Käännös: kuumottaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
λάμψη, πυρακτώνομαι, φεγγίζω, φεγγοβολώ, αναλαμπή, λαμπυρίζω, τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, αισθάνεται, θεωρεί, κρίνει, πιστεύει, εκτιμά
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kuumottaa
kuumottaa englanniksi, kuumottaa hieman, kuumottaa ihan vitusti, kuumottaa ja hikoiluttaa, kuumottaa korva, kuumottaa kielisanakirja kreikka, kuumottaa kreikaksi
Käännökset
- kuumentava kreikaksi - η θέρμανση, της θέρμανσης, η λειτουργία της θέρμανσης, η θέρμανσις
- kuumeta kreikaksi - θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, ζεσταίνονται, πάρει ζεστό, παίρνουν ζεστό, να πάρει ζεστό, ...
- kuumuus kreikaksi - ζεστασιά, ζεσταίνω, θερμαίνω, ζέστη, θερμότητα, θερμότητας, θερμική, ...
- kuunkierto kreikaksi - φωτερό, φεγγάρι, σεληνιακού μήνα, σεληνιακό μήνα, σεληνιακός μήνας, Σελήνης, της σελήνης
Satunnaisia sanoja
Kuumottaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: λάμψη, πυρακτώνομαι, φεγγίζω, φεγγοβολώ, αναλαμπή, λαμπυρίζω, τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, αισθάνεται, θεωρεί, κρίνει, πιστεύει, εκτιμά
Käännökset: λάμψη, πυρακτώνομαι, φεγγίζω, φεγγοβολώ, αναλαμπή, λαμπυρίζω, τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, αισθάνεται, θεωρεί, κρίνει, πιστεύει, εκτιμά