Läpitunkeva kreikaksi
Käännös: läpitunkeva, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
οξυδερκής, διεισδυτικός, οξύς, διαπεραστικός, έντονος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: läpitunkeva
läpitunkeva englanniksi, läpitunkeva katse, läpitunkeva merkitys, läpitunkeva ruotsiksi, läpitunkeva sanaristikko, läpitunkeva kielisanakirja kreikka, läpitunkeva kreikaksi
Käännökset
- läpinäkyvä kreikaksi - απότομος, λιγνός, αραιός, ψιλός, απόκρημνος, καθαρός, λαγαρός, ...
- läpipääsemätön kreikaksi - αδιαπέραστος, αδιαπέραστο, αδιαπέραστα, αδιαπέραστη, αδιαπέραστες
- läppä kreikaksi - βαλβίδα, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού
- läpäistä kreikaksi - διαπερνώ, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
Satunnaisia sanoja
Läpitunkeva kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: οξυδερκής, διεισδυτικός, οξύς, διαπεραστικός, έντονος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Käännökset: οξυδερκής, διεισδυτικός, οξύς, διαπεραστικός, έντονος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση